τηρήσης

τηρήσης
τήρησις
watching
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τηρήσῃς — τηρέω watch over aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης — (ΕΣΡ). Ανεξάρτητη αρχή με έδρα την Αθήνα, που συστάθηκε με τον νόμο 1866/1989, σύμφωνα με τον οποίο παραχωρείτο στο ΕΣΡ το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κράτους να ασκεί τον έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • επικήρυξη — Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών… …   Dictionary of Greek

  • κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”